- πανεπήτριμος
- παν-επήτριμος, von ganz dichtem Faden od. Gewebe, übh. sehr dicht
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
πανεπήτριμος — ον, Α 1. πυκνότατα υφασμένος 2. (το ουδ. πληθ. ως επίρρ.) πανεπήτριμα μτφ. (για το χιόνι) πέφτοντας πυκνότατα («ἑσπερίου ζεφύρου πανεπήτριμα χευαμένοιο», Οππ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < παν * + ἐπήτριμος «υφασμένος με πυκνό τρόπο»] … Dictionary of Greek
πανεπήτριμα — πανεπήτριμος of very close texture neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)